Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ, ΤΟ ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ





ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ, ΤΟ ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ
 .

Του Δημ. Τσιρόγλου


Η  Θεσσαλονίκη,  εξ  αιτίας  της  σπουδαίας  στρατηγικής  θέσης  της, περιτειχίσθηκε  πολύ  νωρίς για  να  προστατευτεί  από  την  ξένη  επιβουλή. Πολύ  πιθανόν  να  οχυρώθηκε  άμα  τη  ιδρύσει  της. Μάλιστα  τα  τείχη  της  είχαν  σχεδόν  στην  πλειονότητά τους  την  ίδια  θέση  μ’ αυτά  των  νεότερων  χρόνων.
  Τα  τείχη  που  διασώζονταν  μέχρι  πρόσφατα είχαν  μήκος  περί  τα  8.000  μ.  και  το  ύψος  τους  έφθανε  σε  μερικά  σημεία  και  τα  12  μ., ανάλογα  πάντοτε  με  την  κλίση  του  εδάφους. Σήμερα  σώζονται  περίπου  4.000  μ. Το  σχήμα  που  δημιουργούσαν  ήταν  τραπεζοειδές. Χρονολογούνται  τα  περισσότερα  σωζόμενα  τμήματά  τους  από  την  εποχή του  Μεγάλου  Θεοδοσίου (τέλη  του 4ου αι.) ή  λίγο  αργότερα. Τα  δύο  παράλληλα  τείχη, το  δυτικό  και  το  ανατολικό, το  παραθαλάσσιο  τείχος  που  τα  συνέδεε  προς  νότον  και  η  βόρεια  πλευρά  που  ουσιαστικά   είναι  η  προέκταση  του  δυτικού  προς  το  ανατολικό, στη  συμβολή  των  οποίων  βρίσκεται  το  κάστρο  της  Ακρόπολης. Το  δε  κάστρο  της  Ακρόπολης  ήταν  ενισχυμένο  στη  βόρεια  πλευρά  του  με  επτά  πύργους  και  δημιουργούσε  έτσι  το  Επταπύργιο. Αναφέρεται  ότι  στα  τείχη  της  πόλης  υπήρχαν  μέχρι  40  πύργοι[1] ή  ίσως  πολύ  περισσότεροι.[2] Στην  πλειονότητά  τους  ήταν  πρόβολοι,  τριγωνικοί  ή  συνήθως  τετράγωνοι. Τα  σημαντικότερα  φρούρια  της  οχύρωσης  της  πόλης  ήταν  του    Αχμέτ  Πασά, το  Γεντί  Κουλέ, το  Τοπ  Χανέ, του  Βαρδαρίου  και  τέλος  το  φρούριο  της  Καλαμαριάς.

  Στη  νότια  πλευρά  της  οχύρωσης, στην  κάτω  πόλη,  τα  τείχη  ήταν  διπλά. Αποτελούνταν  από  το  εσωτερικό  και  το  εξωτερικό  τείχος  ή  περίτειχος,  με  μεταξύ  τους  απόσταση  10  μ. περίπου. Μετά  το  εξωτερικό  τείχος  ακολουθούσε  το  προτείχισμα  και  αμέσως  μετά  η  απαραίτητη  βαθιά   τάφρος με  νερό.
  Το  παραθαλάσσιο  τείχος  είχε  επί  συνόλου  τρεις μεγάλους   πύργους – φρούρια. Ένας  υπήρχε στη  συμβολή  δυτικού  και  παραθαλάσσιου, νότια, το  ονομαζόμενο   φρούριο  του  Βαρδαρίου. Ο  δεύτερος  δίπλα  στον  προηγούμενο, νοτιότερα,  και  λεγόταν  φρούριο  Τοπ  Χανέ.[3] Και  ο  τρίτος  στη  συμβολή  παραθαλάσσιου  και  ανατολικού  προς  νότον, το  φρούριο  της  Καλαμαριάς, ο  μετέπειτα   Λευκός  Πύργος. Βέβαια  σε  παλιά  χαλκογραφία  εικονίζονται  πλήθος  άλλων. Όπως  επίσης  μεγάλος  αριθμός  αναφέρεται  και  σε  υπηρεσιακά  έγγραφα  της  οθωμανικής  διοίκησης. Ωστόσο  αυτοί  ήταν  οι  μεγαλύτεροι  και  σπουδαιότεροι.
Κατά την μεγαλύτερη περίοδο της ιστορίας της Θεσσαλονίκης στην Ακρόπολη στρατοπέδευε  η  φρουρά  της πόλης. Αποτελούσε το τελευταίο  καταφύγιο των  υπερασπιστών της, στρατιωτικών και πολιτών. Έτσι παρά  το μέγεθός του  το Φρούριο της Ακρόπολης  ήταν  υψίστης σημασίας για την άμυνα της πόλης.
Σημαντικά ήταν και τα έργα οχύρωσης των οποίων την μέριμνα είχε η Άννα Παλαιολογίνα και αναφέρονται  στην  ενίσχυση του ανατολικού τείχους και της Ακρόπολης. Στην  πύλη την πλησίον του Πύργου της Αλύσεως (Τριγωνίου), την μετέπειτα ονομασθείσα Πύλη  της Άννας της Παλαιολογίνας υπάρχει η κάτωθι επιγραφή:
’’Ανηγέρθη η παρούσα πύλη ορισμώ της κραταιάς και αγίας ημών κυρίας και δεσποίνης κυράς Άννης της Παλαιολογίνης υπηρετήσαντος καστροφύλακος Ιωάννου Χαμαετού… τω ςωξγ Ινδικτιώνος Θ’’.

Είχε εκτός των άλλων επί συνόλου 14 μικρές πύλες, που λέγονταν παραπύλια. Υπήρχαν κυρίως για να εξυπηρετούν την φρουρά, δηλαδή για στρατιωτικούς λόγους.
 Κατά καιρούς αναφέρεται ότι υπήρχαν πολλά μοναστήρια. Προφανώς θα πρόκειται για μικρές μονές, διότι η έκταση του χώρου δεν επέτρεπε ανάπτυξη μεγάλων μοναστηριακών συγκροτημάτων. Σημειωτέον ότι εκτός της φρουράς στην  Ακρόπολη στεγάζονταν και κάτοικοι. Μεταξύ των μοναστηριών αναφέρεται και η μονή  των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, της οποίας, φαντάζομαι, ’’κατάλοιπο’’ αποτελεί ο σημερινός ναός των Αγίων. Λέγοντας κατάλοιπο εννοώ ότι μετά την καταστροφή της μονής οι Ακροπολίτες κατασκεύασαν τον σημερινό ναό προς τιμήν των Αγίων. Κτήτωρ της μονής φέρεται ο μοναχός Φώτιος ο Θεσσαλονικεύς, πνευματικός πατέρας του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου.
Μετά την κατάληψη της πόλης το 1431 κατασκευάστηκε το Επταπύργιο (τουρκιστί Γεντί Κουλέ). Αυτό αποτέλεσε την έδρα του στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλονίκης. Στην πορεία υπήρξε φυλακή μέχρι και τα τελευταία χρόνια. Εκεί βρήκε τον θάνατο μεγάλος αριθμός πατριωτών κατά την διάρκεια της επάρατης τουρκοκρατίας, πλήθος μακεδονομάχων στην διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνος, αλλά και κατά την διάρκεια της, επίσης επάρατης, γερμανικής κατοχής.